- ημιμάθεια
- η недостаточность образования;поверхностность знаний; полузнайство, полуграмотность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιμάθεια — η (Α ἡμιμάθεια) [ημιμαθής] έλλειψη εμβρίθειας και ακρίβειας τών γνώσεων, ατελής γνώση, ανεπάρκεια γνώσεων, κυρίως επιστημονικών, πασάλειμμα … Dictionary of Greek
ημιμάθεια — η το να είναι κάποιος ημιμαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγραμματοσύνη — η 1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά 2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη οσύνη] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
πασσάλειμμα — το [πασσαλείφω] 1. πρόχειρη και κακότεχνη επάλειψη 2. (ειρωνικά) επάλειψη τού προσώπου με πολλά καλλυντικά και με άτεχνο τρόπο 3. μτφ. απόκτηση ατελών γνώσεων, ημιμάθεια … Dictionary of Greek
πασάλειμμα — το 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πασαλείφω. 2. επάλειψη του προσώπου με καλλυντικά. 3. επιπόλαιη και ατελής μάθηση, ημιμάθεια: Πήρε ένα πασάλειμμα με ξένες γλώσσες και κάνει τη μορφωμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)